ακρααντος

ακρααντος
    ἀκράαντος
    2
    Hom. = ἄκραντος См. ακραντος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακρααντος" в других словарях:

  • ακράαντος — ἀκράαντος, ον (Α) ο ἄκραντος* …   Dictionary of Greek

  • ἀκράαντος — ἀκρά̱αντος , ἀκράαντος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκραντος — ἄκραντος, ον και στην ομηρική γλώσσα ἀκράαντος (Α) 1. ανεκπλήρωτος, απραγματοποίητος, μάταιος, ανώφελος 2. (το ουδ. στον πληθ. ως επίρρ.) ἄκραντα μάταια. [ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. ο τυπος ἀκράαντος < κρα(ι)αίνω «πραγματοποιώ» ο δε τ. ἄκραντος < …   Dictionary of Greek

  • ἀκράαντον — ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος masc/fem acc sg ἀκρά̱αντον , ἀκράαντος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκράαντα — ἀκρά̱αντα , ἀκράαντος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»